απαμινώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαμινώνω < απ- + αμίν(η) + -ώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
[επεξεργασία]απαμινώνω
- (χημεία): επιχειρώ απαμίνωση, αφαιρώντας μία αμινική ομάδα από μόριο αμινοένωσης, είτε με οξείδωση, είτε με υδρόλυση
- αποικοδομώ αμινοξύ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαμινώνω
|