απανθρακωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απανθρακωμένος < παθητική μετοχή του απανθρακώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]απανθρακωμένος -η -ο
- που έχει καεί τελείως, που έχει γίνει κάρβουνο
- μετά την πυρκαγιά στο εργοστάσιο βρέθηκαν τα απανθρακωμένα πτώματα δύο εργατών