απανθρακώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απανθρακώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απανθρακώνω
  2. θα απανθρακώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απανθρακώνω
  3. να απανθρακώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απανθρακώνω