απαντητής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαντητής < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απαντητής αρσενικό
- αυτός που απαντάει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη απαντώ