Μετάβαση στο περιεχόμενο

απαντοχή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀπαντοχή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαντοχή οι απαντοχές
      γενική της απαντοχής των απαντοχών
    αιτιατική την απαντοχή τις απαντοχές
     κλητική απαντοχή απαντοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απαντοχή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπαντοχή < ἀπαντέχω (απαντέχω: περιμένω, προσμένω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pan.doˈçi/ και σε γρήγορο λόγο: /a.pa.doˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαντοχή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απαντοχή θηλυκό

  1. (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) προσμονή για λύτρωση ή σωτηρία, αναμονή, λαχτάρα, προσδοκία
    χρειάζεται παράθεμα από Καζαντζάκη, Πρεβελάκη, Κρυστάλλη
  2. (και εκκλησιαστικός όρος) το στήριγμα σε μια δύσκολη κατάσταση, η ελπίδα
    παράδειγμα  Είσαι η μοναδική μου απαντοχή.
    παράδειγμα  η Παναγία, η απαντοχή της κάθε μάνας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις απαντέχω και αντέχω

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]