απαντοχή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαντοχή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπαντοχή < ἀπαντέχω (απαντέχω: περιμένω, προσμένω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.pan.doˈçi/ και σε γρήγορο λόγο: /a.pa.doˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ντο‐χή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απαντοχή θηλυκό
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) προσμονή για λύτρωση ή σωτηρία, αναμονή, λαχτάρα, προσδοκία
- → χρειάζεται παράθεμα από Καζαντζάκη, Πρεβελάκη, Κρυστάλλη
- (και εκκλησιαστικός όρος) το στήριγμα σε μια δύσκολη κατάσταση, η ελπίδα
Είσαι η μοναδική μου απαντοχή.
η Παναγία, η απαντοχή της κάθε μάνας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- γλυκαπαντοχή
- καψαπαντοχή
- κρυφαπαντοχή
- Όροι που λήγουν σε -απαντοχή — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
|
Πηγές
[επεξεργασία]- απαντοχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απαντοχή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απαντοχή - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)