απαράγγελτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαράγγελτος < α- + παραγγέλνω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράγγελτος, -η, -ο
- που δεν έχει παραγγελθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παραγγέλνω και αγγέλλω