απαράγραπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαράγραπτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαράγραπτος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.paˈɾa.ɣɾa.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ρά‐γρα‐πτος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράγραπτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να παραγραφεί, να ακυρωθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαράγραπτος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ απαράγραπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)