απαράγραφτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαράγραφτος < απαράγραπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπαράγραπτος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράγραφτος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαράγραφτος
|