απαράλλακτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαράλλακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]απαράλλακτος, -η, -ο
- απολύτως όμοιος, χωρίς να έχει υποστεί καμιά αλλαγή
- ⮡ πέρασαν τόσα χρόνια, μα αυτός είναι ίδιος κι απαράλλακτος όπως τότε