απαράλλακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαράλλακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
απαράλλακτος, -η, -ο
- απολύτως όμοιος, χωρίς να έχει υποστεί καμιά αλλαγή
- ↪ πέρασαν τόσα χρόνια, μα αυτός είναι ίδιος κι απαράλλακτος όπως τότε