απαρέμφατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαρέμφατο < ἀπαρέμφατον < ἀπαρέμφατος (αφανέρωτος) < α- στερητικό και παρεμφαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pa.'ɾɛɱ.fa.tɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απαρέμφατο ουδέτερο
- (γραμματική) ρηματικός τύπος που δεν φανερώνει το υποκείμενο ή τον αριθμό του/των προσώπων, αλλά μόνον τον ρηματικό χρόνο και τη ρηματική διάθεση - φωνή
- το "δηλοῦν" είναι αρχαίο απαρέμφατο ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του επίσης αρχαίου ρήματος δηλόω-δηλῶ
- το "δηλώσει" είναι το απαρέμφατο της ενεργητικής φωνής του νεοελληνικού ρήματος δηλώνω
- το "δηλωθεί" είναι το απαρέμφατο της παθητικής φωνής του ρήματος δηλώνω
[επεξεργασία]