απαρέσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαρέσκω < αρχαία ελληνική ἀπαρέσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
απαρέσκω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαρέσκεια
- → δείτε τη λέξη αρέσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαρέσκω