απαραβίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απαραβίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει παραβιαστεί
- που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- ένα χρηματοκιβώτιο πρακτικά απαραβίαστο
- που δεν πρέπει να παραβιαστεί
- τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματα του ανθρώπου