απαραγνώριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαραγνώριστος η απαραγνώριστη το απαραγνώριστο
      γενική του απαραγνώριστου της απαραγνώριστης του απαραγνώριστου
    αιτιατική τον απαραγνώριστο την απαραγνώριστη το απαραγνώριστο
     κλητική απαραγνώριστε απαραγνώριστη απαραγνώριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαραγνώριστοι οι απαραγνώριστες τα απαραγνώριστα
      γενική των απαραγνώριστων των απαραγνώριστων των απαραγνώριστων
    αιτιατική τους απαραγνώριστους τις απαραγνώριστες τα απαραγνώριστα
     κλητική απαραγνώριστοι απαραγνώριστες απαραγνώριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαραγνώριστος < α- + παραγνωρίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απαραγνώριστος

  1. που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να παραγνωριστεί
  2. που αναγνωρίζεται η (πραγματική) αξία του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]