απαραδειγμάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαραδειγμάτιστος < α- + παραδειγματίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαραδειγμάτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει παραδειγματιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παραδειγματίζω, παρά, δείγμα και δείχνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαραδειγμάτιστος