απαρακάλεστος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]απαρακάλεστος
- που δεν τον έχουν παρακαλέσει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απαρακάλεστα
- → δείτε τις λέξεις παρακαλώ, παρά και καλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαρακάλεστος