απαρακάλεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απαρακάλεστος
- που δεν τον έχουν παρακαλέσει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- απαρακάλεστα
- → δείτε τις λέξεις παρακαλώ, παρά και καλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαρακάλεστος