απαρασάλευτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαρασάλευτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]απαρασάλευτος, -η, -ο
- αυτός που εμμένει σε κάτι και παραμένει ακλόνητος και αμετακίνητος σε αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαρασάλευτος