απαρατήρητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαρατήρητα < απαρατήρητος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
απαρατήρητα
- χωρίς να τους έχουν παρατηρήσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαρατήρητα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απαρατήρητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απαρατήρητος