απαρτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
απαρτίζω, παθητική φωνή -ομαι
- καθιστώ κάτι άρτιο/ολοκληρωμένο, συμπληρώνω, ολοκληρώνω ή τελειοποιώ κάτι
- (κατʼ επέκταση) είμαι ένα από τα ολόκληρα και ξεχωριστά στοιχεία που συνιστούν το σύνολο
- εμείς απαρτίζουμε τη συνέλευση
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαρτίζω | απάρτιζα | θα απαρτίζω | να απαρτίζω | απαρτίζοντας | |
β' ενικ. | απαρτίζεις | απάρτιζες | θα απαρτίζεις | να απαρτίζεις | απάρτιζε | |
γ' ενικ. | απαρτίζει | απάρτιζε | θα απαρτίζει | να απαρτίζει | ||
α' πληθ. | απαρτίζουμε | απαρτίζαμε | θα απαρτίζουμε | να απαρτίζουμε | ||
β' πληθ. | απαρτίζετε | απαρτίζατε | θα απαρτίζετε | να απαρτίζετε | απαρτίζετε | |
γ' πληθ. | απαρτίζουν(ε) | απάρτιζαν απαρτίζαν(ε) |
θα απαρτίζουν(ε) | να απαρτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απάρτισα | θα απαρτίσω | να απαρτίσω | απαρτίσει | ||
β' ενικ. | απάρτισες | θα απαρτίσεις | να απαρτίσεις | απάρτισε | ||
γ' ενικ. | απάρτισε | θα απαρτίσει | να απαρτίσει | |||
α' πληθ. | απαρτίσαμε | θα απαρτίσουμε | να απαρτίσουμε | |||
β' πληθ. | απαρτίσατε | θα απαρτίσετε | να απαρτίσετε | απαρτίστε | ||
γ' πληθ. | απάρτισαν απαρτίσαν(ε) |
θα απαρτίσουν(ε) | να απαρτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαρτίσει | είχα απαρτίσει | θα έχω απαρτίσει | να έχω απαρτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαρτίσει | είχες απαρτίσει | θα έχεις απαρτίσει | να έχεις απαρτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαρτίσει | είχε απαρτίσει | θα έχει απαρτίσει | να έχει απαρτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαρτίσει | είχαμε απαρτίσει | θα έχουμε απαρτίσει | να έχουμε απαρτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαρτίσει | είχατε απαρτίσει | θα έχετε απαρτίσει | να έχετε απαρτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαρτίσει | είχαν απαρτίσει | θα έχουν απαρτίσει | να έχουν απαρτίσει |
|