απασφαλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απασφαλίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απασφαλίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απασφαλίζομαι | απασφαλιζόμουν(α) | θα απασφαλίζομαι | να απασφαλίζομαι | ||
β' ενικ. | απασφαλίζεσαι | απασφαλιζόσουν(α) | θα απασφαλίζεσαι | να απασφαλίζεσαι | (απασφαλίζου) | |
γ' ενικ. | απασφαλίζεται | απασφαλιζόταν(ε) | θα απασφαλίζεται | να απασφαλίζεται | ||
α' πληθ. | απασφαλιζόμαστε | απασφαλιζόμαστε απασφαλιζόμασταν |
θα απασφαλιζόμαστε | να απασφαλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | απασφαλίζεστε | απασφαλιζόσαστε απασφαλιζόσασταν |
θα απασφαλίζεστε | να απασφαλίζεστε | (απασφαλίζεστε) | |
γ' πληθ. | απασφαλίζονται | απασφαλίζονταν απασφαλιζόντουσαν |
θα απασφαλίζονται | να απασφαλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απασφαλίστηκα | θα απασφαλιστώ | να απασφαλιστώ | απασφαλιστεί | ||
β' ενικ. | απασφαλίστηκες | θα απασφαλιστείς | να απασφαλιστείς | απασφαλίσου | ||
γ' ενικ. | απασφαλίστηκε | θα απασφαλιστεί | να απασφαλιστεί | |||
α' πληθ. | απασφαλιστήκαμε | θα απασφαλιστούμε | να απασφαλιστούμε | |||
β' πληθ. | απασφαλιστήκατε | θα απασφαλιστείτε | να απασφαλιστείτε | απασφαλιστείτε | ||
γ' πληθ. | απασφαλίστηκαν απασφαλιστήκαν(ε) |
θα απασφαλιστούν(ε) | να απασφαλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απασφαλιστεί | είχα απασφαλιστεί | θα έχω απασφαλιστεί | να έχω απασφαλιστεί | απασφαλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις απασφαλιστεί | είχες απασφαλιστεί | θα έχεις απασφαλιστεί | να έχεις απασφαλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει απασφαλιστεί | είχε απασφαλιστεί | θα έχει απασφαλιστεί | να έχει απασφαλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απασφαλιστεί | είχαμε απασφαλιστεί | θα έχουμε απασφαλιστεί | να έχουμε απασφαλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε απασφαλιστεί | είχατε απασφαλιστεί | θα έχετε απασφαλιστεί | να έχετε απασφαλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απασφαλιστεί | είχαν απασφαλιστεί | θα έχουν απασφαλιστεί | να έχουν απασφαλιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απασφαλίζομαι
|