απασχολία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απασχολία < (ελληνιστική κοινή) ἀπασχολία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απασχολία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απασχολία
|
![]() |
απασχολία θηλυκό
|