απασχολημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απασχολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απασχολώ
Μετοχή
[επεξεργασία]απασχολημένος -η -ο και απησχολημένος
- → δείτε τη λέξη απασχολώ
απασχολημένος -η -ο και απησχολημένος