απασχολησιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απασχολησιμότητα < απασχολήσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική employability)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απασχολησιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του απασχολήσιμου
- το να απασχολείται κάποιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απασχολησιμότητα