απασχολησιοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απασχολησιοθεραπεία < απασχόληση + -θεραπεία κατά το εργοθεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απασχολησιοθεραπεία θηλυκό
- (παρωχημένο) συνηρημένη μορφή του εργοθεραπεία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απασχολησιοθεραπεία
|