απατίκωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απατίκωτος η απατίκωτη το απατίκωτο
      γενική του απατίκωτου της απατίκωτης του απατίκωτου
    αιτιατική τον απατίκωτο την απατίκωτη το απατίκωτο
     κλητική απατίκωτε απατίκωτη απατίκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απατίκωτοι οι απατίκωτες τα απατίκωτα
      γενική των απατίκωτων των απατίκωτων των απατίκωτων
    αιτιατική τους απατίκωτους τις απατίκωτες τα απατίκωτα
     κλητική απατίκωτοι απατίκωτες απατίκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απατίκωτος < α- + πατικώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απατίκωτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]