απαυτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαυτά < απαυτός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απαυτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (σκωπτικό) τα γεννητικά όργανα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Χρησιμοποιείται συνήθως για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαυτά
→ δείτε τη λέξη γεννητικά όργανα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απαυτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απαυτό