απαυτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαυτά < απαυτός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απαυτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Χρησιμοποιείται συνήθως για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

απαυτά