απαυτός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαυτός < μεσαιωνική ελληνική απαυτός < αρχαία ελληνική ἀπό αὐτόν < αὐτός
Επίθετο[επεξεργασία]
απαυτός, -ή, -ό
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) (μειωτικά) ο τάδε, ο δείνα, που δεν θυμόμστε τ' όνομά του
- (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) ο απαυτός: ο κώλος
- (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) η απαυτή: το πέος
- (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) τα απαυτά: τ' αρχίδια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαυτός
|