απαχθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαχθείς < από την αρχαία μετοχή ἀπαχθείς, ἀπαχθεῖσα, ἀπαχθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος ἀπάγω
Μετοχή[επεξεργασία]
απαχθείς, απαχθείσα, απαχθέν
- λόγια μετοχή που χρησιμεύει και στη νεοελληνική ως μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απάγω, εκείνος που έχει απαχθεί
- Τα λύτρα για τους απαχθέντες τουρίστες στην Κολομβία...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απάγομαι
- θα απαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απάγομαι