απαύτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απαύτωμα τα απαυτώματα
      γενική του απαυτώματος των απαυτωμάτων
    αιτιατική το απαύτωμα τα απαυτώματα
     κλητική απαύτωμα απαυτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαύτωμα < απαυτώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απαύτωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και συνέπεια του απαυτώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]