απείθαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
απείθαρχος < απειθαρχώ < α- στερητικό + πειθαρχώ
Επίθετο[επεξεργασία]
απείθαρχος, -η, -ο
- που συνήθως απειθαρχεί, δεν υπακούει σε κανόνες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απείθαρχα
- απειθαρχία
- → δείτε τις λέξεις πειθαρχώ, πείθω και αρχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απείθαρχος