απείρακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπείρακτος, απείραχτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απείρακτος η απείρακτη το απείρακτο
      γενική του απείρακτου της απείρακτης του απείρακτου
    αιτιατική τον απείρακτο την απείρακτη το απείρακτο
     κλητική απείρακτε απείρακτη απείρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απείρακτοι οι απείρακτες τα απείρακτα
      γενική των απείρακτων των απείρακτων των απείρακτων
    αιτιατική τους απείρακτους τις απείρακτες τα απείρακτα
     κλητική απείρακτοι απείρακτες απείρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απείρακτος < απείραχτος με λόγια επίδραση [xt] > [kt] (α- + (πειράζω) πειρακ- + -τος) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpi.ɾa.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πεί‐ρα‐κτος

Επίθετο[επεξεργασία]

απείρακτος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]