απεικαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απεικαστικός η απεικαστική το απεικαστικό
      γενική του απεικαστικού της απεικαστικής του απεικαστικού
    αιτιατική τον απεικαστικό την απεικαστική το απεικαστικό
     κλητική απεικαστικέ απεικαστική απεικαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απεικαστικοί οι απεικαστικές τα απεικαστικά
      γενική των απεικαστικών των απεικαστικών των απεικαστικών
    αιτιατική τους απεικαστικούς τις απεικαστικές τα απεικαστικά
     κλητική απεικαστικοί απεικαστικές απεικαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απεικαστικός < απεικάζω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

απεικαστικός

  1. που απεικάζει
  2. υποθετικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]