απεκδύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεκδύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπεκδύομαι,[1] μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ἀπεκδύω < ἀπό + ἐκδύω (γδύνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
απεκδύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απεκδύω [2] → δείτε και την κλίση
- (μεταφορικά) απαλλάσσω τον εαυτό μου, αρνούμαι ευθύνη
- (λόγια σύνταξη + γενική) απεκδύομαι κάθε ευθύνης
- (+ από + αιτιατική) απεκδύομαι από κάθε ευθύνη
- ≈ συνώνυμα: απαλλάσσομαι, αρνούμαι, απορρίπτω
- πετώ από πάνω μου, βγάζω (ρούχο)
- (μεταφορικά) απαλλάσσω τον εαυτό μου, αρνούμαι ευθύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρνούμαι ευθύνη
|
[επεξεργασία]
- ↑ «απεκδύομαι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «απεκδύω» - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας