απεκδύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. ξεντύνω, γυμνώνω, ξεβρακώνω
  2. (μεταφορικά) ξηλώνω τα γαλόνια, αποστερώ/αφαιρώ αξίωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]