απελαύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.peˈlav.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐λαύ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]απελαύνω, αόρ.: απέλασα, παθ.φωνή: απελαύνομαι, μτχ.π.ε.: απελαυνόμενος, π.αόρ.: απελάθηκα
- διώχνω κάποιον αλλοδαπό από μία χώρα για διάφορους λόγους (ασφαλείας, παρανομίας κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) εξορίζω, εκτοπίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απελαύνω | απέλαυνα | θα απελαύνω | να απελαύνω | απελαύνοντας | |
β' ενικ. | απελαύνεις | απέλαυνες | θα απελαύνεις | να απελαύνεις | απέλαυνε | |
γ' ενικ. | απελαύνει | απέλαυνε | θα απελαύνει | να απελαύνει | ||
α' πληθ. | απελαύνουμε | απελαύναμε | θα απελαύνουμε | να απελαύνουμε | ||
β' πληθ. | απελαύνετε | απελαύνατε | θα απελαύνετε | να απελαύνετε | απελαύνετε | |
γ' πληθ. | απελαύνουν(ε) | απέλαυναν απελαύναν(ε) |
θα απελαύνουν(ε) | να απελαύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέλασα | θα απέλασω | να απέλασω | απέλασει | ||
β' ενικ. | απέλασες | θα απέλασεις | να απέλασεις | απέλασε | ||
γ' ενικ. | απέλασε | θα απέλασει | να απέλασει | |||
α' πληθ. | απέλασαμε | θα απέλασουμε | να απέλασουμε | |||
β' πληθ. | απέλασατε | θα απέλασετε | να απέλασετε | απέλαστε | ||
γ' πληθ. | απέλασαν απέλασαν(ε) |
θα απέλασουν(ε) | να απέλασουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απέλασει | είχα απέλασει | θα έχω απέλασει | να έχω απέλασει | ||
β' ενικ. | έχεις απέλασει | είχες απέλασει | θα έχεις απέλασει | να έχεις απέλασει | ||
γ' ενικ. | έχει απέλασει | είχε απέλασει | θα έχει απέλασει | να έχει απέλασει | ||
α' πληθ. | έχουμε απέλασει | είχαμε απέλασει | θα έχουμε απέλασει | να έχουμε απέλασει | ||
β' πληθ. | έχετε απέλασει | είχατε απέλασει | θα έχετε απέλασει | να έχετε απέλασει | ||
γ' πληθ. | έχουν απέλασει | είχαν απέλασει | θα έχουν απέλασει | να έχουν απέλασει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απελαύνομαι | απελαυνόμουν(α) | θα απελαύνομαι | να απελαύνομαι | απελαυνόμενος | |
β' ενικ. | απελαύνεσαι | απελαυνόσουν(α) | θα απελαύνεσαι | να απελαύνεσαι | ||
γ' ενικ. | απελαύνεται | απελαυνόταν(ε) | θα απελαύνεται | να απελαύνεται | ||
α' πληθ. | απελαυνόμαστε | απελαυνόμαστε απελαυνόμασταν |
θα απελαυνόμαστε | να απελαυνόμαστε | ||
β' πληθ. | απελαύνεστε | απελαυνόσαστε απελαυνόσασταν |
θα απελαύνεστε | να απελαύνεστε | (απελαύνεστε) | |
γ' πληθ. | απελαύνονται | απελαύνονταν απελαυνόντουσαν |
θα απελαύνονται | να απελαύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απελάθηκα | θα απελαθώ | να απελαθώ | απελαθεί | ||
β' ενικ. | απελάθηκες | θα απελαθείς | να απελαθείς | απελάσου | ||
γ' ενικ. | απελάθηκε | θα απελαθεί | να απελαθεί | |||
α' πληθ. | απελαθήκαμε | θα απελαθούμε | να απελαθούμε | |||
β' πληθ. | απελαθήκατε | θα απελαθείτε | να απελαθείτε | απελαθείτε | ||
γ' πληθ. | απελάθηκαν απελαθήκαν(ε) |
θα απελαθούν(ε) | να απελαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απελαθεί | είχα απελαθεί | θα έχω απελαθεί | να έχω απελαθεί | ||
β' ενικ. | έχεις απελαθεί | είχες απελαθεί | θα έχεις απελαθεί | να έχεις απελαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απελαθεί | είχε απελαθεί | θα έχει απελαθεί | να έχει απελαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απελαθεί | είχαμε απελαθεί | θα έχουμε απελαθεί | να έχουμε απελαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απελαθεί | είχατε απελαθεί | θα έχετε απελαθεί | να έχετε απελαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απελαθεί | είχαν απελαθεί | θα έχουν απελαθεί | να έχουν απελαθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απελαύνω
Πηγές
[επεξεργασία]- απελαύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απελαύνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)