απελευθερωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απελευθερωτής < απελευθερώνω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική libérateur)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απελευθερωτής αρσενικό (θηλυκό: απελευθερώτρια)
- αυτός που απελευθερώνει
Επίθετο[επεξεργασία]
απελευθερωτής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απελευθερωτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)