απενημέρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απενημέρωση | οι | απενημερώσεις |
γενική | της | απενημέρωσης* | των | απενημερώσεων |
αιτιατική | την | απενημέρωση | τις | απενημερώσεις |
κλητική | απενημέρωση | απενημερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απενημερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- απενημέρωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debriefing • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απενημέρωση θηλυκό
- (γενικότερα) ενημέρωση για σχέδιο, πλάνο, ενέργεια κ.λπ. μέσω οργανωμένης συζήτησης, αποτίμηση, αναφορά για αποστολή
- (ειδικότερα, ψυχολογία) ημι-δομημένη συνομιλία που διενεργείται από επιστήμονα της ψυχικής υγείας άπαξ με άτομο που μόλις βίωσε ένα αγχωτικό γεγονός ή τραυματικό επεισόδιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απενημέρωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)