απεντομωτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεντομωτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απεντομωτήριο ουδέτερο
- ο χώρος, συνήθως κτίριο, όπου γινόταν έλεγχος και καθαρισμός του πληθυσμού ανεπιθύμητων εντόμων σε τρόφιμα, έπιπλα. Οι χώροι ήταν κυρίως σε λιμάνια, τελωνεία, ταχυδρομικά γραφεία κτλ.