απεξάρθρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απεξάρθρωση | οι | απεξαρθρώσεις |
γενική | της | απεξάρθρωσης* | των | απεξαρθρώσεων |
αιτιατική | την | απεξάρθρωση | τις | απεξαρθρώσεις |
κλητική | απεξάρθρωση | απεξαρθρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απεξαρθρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απεξάρθρωση θηλυκό
- (ιατρική) το βγάλσιμο, η διάλυση της άρθρωσης
- (μεταφορικά) αποδιοργάνωση, διάλυση
- Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί πολιτική επιλογή η βαθμιαία εγκατάλειψη της Δημόσιας Υγείας, η βαθμιαία υποβάθμιση και εντέλει η απεξάρθρωση του ΕΣΥ.(*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεξάρθρωση
|