απεργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απεργία | οι | απεργίες |
γενική | της | απεργίας | των | απεργιών |
αιτιατική | την | απεργία | τις | απεργίες |
κλητική | απεργία | απεργίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεργία < απεργός + -ία[1] < αρχαία ελληνική ἔργον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.peɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐περ‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απεργία θηλυκό
- αποχή από την εργασία για τη διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων, αλλά και σε ένδειξη διαμαρτυρίας για διάφορες κυβερνητικές ή εργοδοτικές αποφάσεις
- απεργία διαρκείας
- προειδοποιητική απεργία
- 48ωρες κυλιόμενες απεργίες
- γενική απεργία
- λευκή απεργία
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- απεργία πείνας : ακραίος τρόπος διαμαρτυρίας που συνίσταται στην άρνηση τροφής, με σκοπό να ασκηθεί πίεση για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεργία
|
[επεξεργασία]
- ↑ απεργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.