απεργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άπεργο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απεργώ < απεργός +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.peɾˈɣo/

Ρήμα[επεξεργασία]

απεργώ

Κλίση[επεξεργασία]


Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]