απερισκέπτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απερισκέπτως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπερισκέπτως < αρχαία ελληνική ἀπερίσκεπτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
απερισκέπτως
Πηγές[επεξεργασία]
- «απερίσκεπτος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)