απευαισθητοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απευαισθητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απευαισθητοποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
απευαισθητοποιούμαι
- (ιατρική) μου προκαλούν απευαισθητοποίηση από αλλεργιογόνες ουσίες
- με κάνουν αναίσθητο ή λιγότερο ευαίσθητο ψυχικά και συναισθηματικά, ή γίνομαι λιγότερο ευαίσθητος με δική μου επιλογή
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απευαισθητοποιούμαι | απευαισθητοποιούμουν | θα απευαισθητοποιούμαι | να απευαισθητοποιούμαι | ||
β' ενικ. | απευαισθητοποιείσαι | απευαισθητοποιούσουν | θα απευαισθητοποιείσαι | να απευαισθητοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | απευαισθητοποιείται | απευαισθητοποιούνταν | θα απευαισθητοποιείται | να απευαισθητοποιείται | ||
α' πληθ. | απευαισθητοποιούμαστε | απευαισθητοποιούμασταν απευαισθητοποιούμαστε |
θα απευαισθητοποιούμαστε | να απευαισθητοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | απευαισθητοποιείστε | απευαισθητοποιούσασταν απευαισθητοποιούσαστε |
θα απευαισθητοποιείστε | να απευαισθητοποιείστε | απευαισθητοποιείστε | |
γ' πληθ. | απευαισθητοποιούνται | απευαισθητοποιούνταν | θα απευαισθητοποιούνται | να απευαισθητοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απευαισθητοποιήθηκα | θα απευαισθητοποιηθώ | να απευαισθητοποιηθώ | απευαισθητοποιηθεί | ||
β' ενικ. | απευαισθητοποιήθηκες | θα απευαισθητοποιηθείς | να απευαισθητοποιηθείς | απευαισθητοποιήσου | ||
γ' ενικ. | απευαισθητοποιήθηκε | θα απευαισθητοποιηθεί | να απευαισθητοποιηθεί | |||
α' πληθ. | απευαισθητοποιηθήκαμε | θα απευαισθητοποιηθούμε | να απευαισθητοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | απευαισθητοποιηθήκατε | θα απευαισθητοποιηθείτε | να απευαισθητοποιηθείτε | απευαισθητοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | απευαισθητοποιήθηκαν απευαισθητοποιηθήκαν(ε) |
θα απευαισθητοποιηθούν(ε) | να απευαισθητοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απευαισθητοποιηθεί | είχα απευαισθητοποιηθεί | θα έχω απευαισθητοποιηθεί | να έχω απευαισθητοποιηθεί | απευαισθητοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις απευαισθητοποιηθεί | είχες απευαισθητοποιηθεί | θα έχεις απευαισθητοποιηθεί | να έχεις απευαισθητοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απευαισθητοποιηθεί | είχε απευαισθητοποιηθεί | θα έχει απευαισθητοποιηθεί | να έχει απευαισθητοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απευαισθητοποιηθεί | είχαμε απευαισθητοποιηθεί | θα έχουμε απευαισθητοποιηθεί | να έχουμε απευαισθητοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απευαισθητοποιηθεί | είχατε απευαισθητοποιηθεί | θα έχετε απευαισθητοποιηθεί | να έχετε απευαισθητοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απευαισθητοποιηθεί | είχαν απευαισθητοποιηθεί | θα έχουν απευαισθητοποιηθεί | να έχουν απευαισθητοποιηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απευαισθητοποιούμαι
|