απευαισθητοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απευαισθητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απευαισθητοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απευαισθητοποιούμαι

  1. (ιατρική) μου προκαλούν απευαισθητοποίηση από αλλεργιογόνες ουσίες
  2. με κάνουν αναίσθητο ή λιγότερο ευαίσθητο ψυχικά και συναισθηματικά, ή γίνομαι λιγότερο ευαίσθητος με δική μου επιλογή

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]