απευθύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απευθύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απευθύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

απευθύνομαι

  1. με απευθύνουν (για γραπτό ή προφορικό κείμενο που κάποιος έχει απευθύνει σε ανθρώπους που κατά τη γνώμη του τους αφορά)
    η έκκληση για βοήθεια απευθύνεται σε όλους
  2. (με υποκείμενο πρόσωπο) απευθύνω τον λόγο σε κάποιους για να διατυπώσω αίτημα, πρόταση, προβληματισμό
    απευθύνομαι σε σας ζητώντας κατανόηση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]