απεχθάνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπεχθάνομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απεχθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπεχθάνομαι (είμαι μισητός), στην ελληνιστική σημασία (μισώ)[1] < ἀπεχθής < ἀπό + ἔχθος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.peˈxθa.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πε‐χθά‐νο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

απεχθάνομαι, πρτ.: απεχθανόμουν, χωρίς συνοπτικούς χρόνους (αποθετικό, ελλειπτικό ρήμα)

  • νιώθω έντονα αρνητικά συναισθήματα για κάτι ή κάποιον που δεν μου αρέσει ή απορρίπτω, π.χ. απέχθεια, αποστροφή, αντιπάθεια
    Δε μου αρέσει το ψέμα, αλλά την υποκρισία την απεχθάνομαι.
    Δε θέλω να τον ξαναδώ μπροστά μου αυτόν τον άνθρωπο, τον απεχθάνομαι.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. απεχθάνομαι απεχθανόμουν(α) θα απεχθάνομαι να απεχθάνομαι
β' ενικ. απεχθάνεσαι απεχθανόσουν(α) θα απεχθάνεσαι να απεχθάνεσαι
γ' ενικ. απεχθάνεται απεχθανόταν(ε) θα απεχθάνεται να απεχθάνεται
α' πληθ. απεχθανόμαστε απεχθανόμαστε
απεχθανόμασταν
θα απεχθανόμαστε να απεχθανόμαστε
β' πληθ. απεχθάνεστε απεχθανόσαστε
απεχθανόσασταν
θα απεχθάνεστε να απεχθάνεστε απεχθάνεστε
γ' πληθ. απεχθάνονται απεχθάνονταν
απεχθανόντουσαν
θα απεχθάνονται να απεχθάνονται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]