απινίδωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απινίδωση οι απινιδώσεις
      γενική της απινίδωσης* των απινιδώσεων
    αιτιατική την απινίδωση τις απινιδώσεις
     κλητική απινίδωση απινιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απινιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απινίδωση < απο- + ινίδωση < ίνα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική defibrillation)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απινίδωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]