απινιδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απινιδισμός < απο- + ινιδισμός < ίνα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική defibrillation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απινιδισμός θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απινιδισμός
|