απιονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απιονισμός αρσενικό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απιονίζω
- απιονισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και ιόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απιονισμός
|