απλήγωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλήγωτος η απλήγωτη το απλήγωτο
      γενική του απλήγωτου της απλήγωτης του απλήγωτου
    αιτιατική τον απλήγωτο την απλήγωτη το απλήγωτο
     κλητική απλήγωτε απλήγωτη απλήγωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλήγωτοι οι απλήγωτες τα απλήγωτα
      γενική των απλήγωτων των απλήγωτων των απλήγωτων
    αιτιατική τους απλήγωτους τις απλήγωτες τα απλήγωτα
     κλητική απλήγωτοι απλήγωτες απλήγωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απλήγωτος < μεσαιωνική ελληνική απλήγωτος < α- + πληγώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απλήγωτος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]