απλήγωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απλήγωτος < μεσαιωνική ελληνική απλήγωτος < α- + πληγώνω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απλήγωτος, -η, -ο
απλήγωτος, -η, -ο