απληροφόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απληροφόρητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπληροφόρητος
Επίθετο
[επεξεργασία]απληροφόρητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν πληροφορήσει
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απληροφορησία
- απληροφόρητα
- → δείτε τις λέξεις πληροφορώ, πλήρης και φέρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απληροφόρητος