απληστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απληστία < αρχαία ελληνική ἀπληστία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απληστία θηλυκό
- η ιδιότητα του άπληστου, το να μην ικανοποιείται κάποιος ποτέ και να θέλει πάντα περισσότερα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απληστία